ἐρατός

ἐρατός
ἐρᾰτός (-όν; -ῶν; -ᾶς, -ᾷ, -άν; -ᾶν: -όν nom.)
a of people, handsome

παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου O. 10.99

b of things, delightful, pleasing ἦλθεν

δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος O. 6.43

ἔφλεξεν σελάνας ἐρατὸν φάος O. 10.75

καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12

Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων N. 6.12

οὔτε κώμων ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.31

ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίαςI. 8.44 ]ποι ζυγέντες ἐρατᾷ δόμον[ Δ. 1. . ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω fr. 124. 1. ἐρατὸν κατὰ χῶρον of the country of the blessed dead Θρ. . . τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17. ]Κρονίων Ζεὺς ἐρατὸν ε[ ?fr. 334a. 10. ]θεαν ἐρατὸν τέμενος[ ?fr. 345a. 11.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ερατός — ἐρατός, ή, όν (Α) [έραμαι] αγαπητός, ποθητός, χαριτωμένος (α. «μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ) β. «φυὴν τ’ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • Ἐρατός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατός — lovely masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατά — ἐρατός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατά̱ , ἐρατός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατά̱ , ἐρατός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατώτερον — ἐρατός lovely adverbial comp ἐρατός lovely masc acc comp sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατῶν — ἐρατός lovely fem gen pl ἐρατός lovely masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατόν — ἐρατός lovely masc acc sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατώτατον — ἐρατός lovely masc acc superl sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐράτω — Ἔρατος masc nom/voc/acc dual Ἔρατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρόκερας — έρατος, το, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό απολίθωμα για τις θαλάσσιες αποθέσεις τού μέσου ιουρασικού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”